κεραύνιος

κεραύνιος
-α, -ο (ΑΜ κεραύνιος, -ία -ον, Α καί -ος, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεραυνό ή αυτός που προκαλείται από τον κεραυνό («βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογί», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος
2. κεραύνειος*
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεραύνιος
είδος επιδέσμου
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κεραυνία
το φυτό αείζωον το μικρόν
3. το ουδ. ως ουσ. το κεραύνιον
α) το φυτό ύδνον το θερινόν
β) σημείο το οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι κριτικοί για δήλωση φθαρμένων χωρίων συγγραφέων
γ) στον πληθ. τὰ κεραύνια
i) κορυφές που πλήττονται από τον κεραυνό
ii) ως τοπωνύμιο πολλών βουνών («τὰ Κεραύνια δ' ὁμοίως ὄρη κλείει πρὸς αὐτὸν τὸ στόμα τοῡ Ἰονίου κόλπου», Στράβ.)
4. φρ. «κεραυνία λίθος» — το ηλιοτρόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός. Η ονομ. τού φυτού οφείλεται στο ότι οι αρχαίοι πίστευαν είτε ότι προστάτευε από τον κεραυνό είτε ότι φύτρωνε στο σημείο πτώσεως ενός κεραυνού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεραύνιος — of a thunderbolt masc nom sg κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραύνιος — of a thunderbolt masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνίους — κεραύνιος of a thunderbolt masc acc pl κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνίων — Κεραύνιος of a thunderbolt fem gen pl Κεραύνιος of a thunderbolt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραύνιε — κεραύνιος of a thunderbolt masc voc sg κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραύνιοι — κεραύνιος of a thunderbolt masc nom/voc pl κεραύνιος of a thunderbolt masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραύνιον — Κεραύνιος of a thunderbolt masc acc sg Κεραύνιος of a thunderbolt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνίαις — Κεραύνιος of a thunderbolt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνίαις — κεραύνιος of a thunderbolt fem dat pl κεραυνία fem dat pl κεραυνίας thunder stricken masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεραυνίη — Κεραύνιος of a thunderbolt fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”